κριθαρόψωμο
外观
希臘語
[编辑]詞源
[编辑]源自κριθάρι(ι) (“大麥”) -ό- -ψωμο (“麵包”)。
發音
[编辑]名詞
[编辑]κριθαρόψωμο (kritharópsomo) n (复数 κριθαρόψωμα)
變格
[编辑]κριθαρόψωμο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | κριθαρόψωμο • | κριθαρόψωμα • |
屬格 | κριθαρόψωμου • | κριθαρόψωμων • |
賓格 | κριθαρόψωμο • | κριθαρόψωμα • |
呼格 | κριθαρόψωμο • | κριθαρόψωμα • |
近義詞
[编辑]- κριθαρένιο ψωμί (kritharénio psomí)
- κρίθινο ψωμί (kríthino psomí) (不太常用)