跳转到内容

βάρος

維基詞典,自由的多語言詞典

古希臘語

[编辑]

詞源

[编辑]

βαρύς (barús)有關。

發音

[编辑]

名詞

[编辑]

βᾰ́ρος (bárosn (屬格 βᾰ́ρους βᾰ́ρεος); 三類變格

  1. 重物負重負擔
  2. 悲傷哀傷
  3. 大量充足
  4. 影響作用力量

變格

[编辑]

相關詞彙

[编辑]

派生語彙

[编辑]
  • 英語: bar (至此查閱更多衍生詞彙)

參考資料

[编辑]

希臘語

[编辑]

詞源

[编辑]

(此詞的語源缺失或不完整。請協助添加,或在茶室進行討論。)

發音

[编辑]

名詞

[编辑]

βάρος (városn (复数 βάρη)

  1. (物理學) 質量
  2. 重量
    Το βάρος ενός αντικειμένου είναι η δύναμη του αντικειμένου που οφείλεται στη βαρύτητα.
    To város enós antikeiménou eínai i dýnami tou antikeiménou pou ofeíletai sti varýtita.
    物體的重量是物體因重力而產生的力。
  3. 重物負重負擔
  4. (比喻義) 責任

變格

[编辑]

相關詞彙

[编辑]