-Είσαι τρελή, είπα όσο εκείνη προσπαθούσε να κουμπώσει τα κουμπιά του γαλάζιου πουκαμίσου που είχε μόλις φορέσει.
-Γιατί; ρώτησε και χαμογέλασε.
Ρουφηξα λίγο από τον καφέ και την κοίταξα δολοφονικά.
-Ήταν που δεν είχε γίνει κάτι το ανεπανόρθωτο, είπα αυστηρά. Κοπέλα μου καταλαβαίνεις τι έκανες;
-Ναι, είπε και βυθίστηκε στην πολυθρόνα απέναντι μου χαμογελώντας με εκείνο το χαμόγελο του ερωτευμένου.
-Αυτό σημαίνει ότι δεν θα μπορέσεις ποτέ να παντρευτείς με κάποιον Ελευθερία μου, είπα. Μόνο να το ξερε ο πατέρας σου και η μάνα σου.
-Δεν το ξέρουν, είπε. Και ας μην παντρευτώ ποτέ, ας μείνω για πάντα με τον Μπρούνο.
-Είσαι παλαβή, φώναξα. Όλοι αυτοί είναι άθεοι καταρχάς και δεύτερον αν τελειώσει ο πόλεμος, αμήν και πότε, θα γυρίσει πίσω στη χώρα του και θα σε ξεχνάει. Θα πηγαίνει με άλλες. Εκεί πέρα δεν έχουν ηθικές αναστολές, το κάνουν χωρίς να είναι παντρεμένοι.
-Μιλάς και εσύ ρε Εύα που είσαι Εβραία, είπε.
Αυτό με πλήγωσε πολύ. Δεν το περίμενα από την Ελευθερία, γιατί είναι φίλη μου. Από την άλλη πρέπει να λάβω υπόψη μου ότι στην ηλικία της είναι ακόμα ανώριμη και δεν ξέρει τι λέει.
-Με συγχωρείς, είπε και σηκώθηκε για να μου πιάσει τα χέρια. Δεν το εννοούσα έτσι. Δεν θα σε σύγκρινα ποτέ με κάποιον σαν τον Μπρούνο και τη σειρά του, εσύ είσαι ανώτερος άνθρωπος. Ευγενικός και καλόκαρδος.
-Στα λόγια μου έρχεσαι, είπα. Πρέπει να πάμε στα Γιαννιτσά, που δεν μας ξέρουν, να κάνεις παρθενοραφή. Αλλιώς, αλήθεια ο πατέρας σου απαξ και το ανακαλύψει έχεις πεθάνει πριν σε σκοτώσει κάποιος Γερμαναράς.
-Μα Εύα, είπε και έπιασε το στέρνο της. Είναι πολύ δυνατό αυτό που νιώθω για τον Μπρούνο. Μετράω ώρες και λεπτά για να τον δω. Με το που με αγγίζει δένεται το στομάχι περισσότερο κόμπος από ότι ήδη είναι, θέλω να μου μιλάει, να με κοιτάει και να με αγγίζει συνέχεια. Νιώθω ότι είναι αμοιβαίο, Εύα αλήθεια σου λέω. Δεν φαντάζεσαι τι συμβαίνει κάθε φορά που πέφτουμε στο κρεβάτι.
-Δεν θέλω είναι η αλήθεια, είπα. Πως μιλάς έτσι νεαρή; Είναι ντροπή.
-Έλα ρε Εύα δεν το έχεις ζήσει ποτέ; ρώτησε. Ούτε με τον άντρα σου;
Τότε πάγωσα. Θυμήθηκα τα πράσινα μάτια του Γερμανού να με κοιτάνε στην Πλατεία Ελευθερίας. Χωρίς κανένα έλεος, χωρίς κανένα δισταγμό και μετάνοια. Εγώ τον είχα ερωτευτεί αυτόν και του είχα δοθεί ολοκληρωτικά κιόλας. Και μου άρεσε. Γιατί μου άρεσε αφού με διαλύει κάθε φορά; Γιατί με παγιδεύει τόσο απλά;
YOU ARE READING
Ο Λιποτάκτης των SS.
Historical Fiction"Όλοι έχουμε μυστικά ξέρεις. Μερικές φορές είναι πιο σκοτεινά και από τους χειρότερους εφιάλτες μας". Δεν ήταν εύκολο για την Χάβα Λεβίδη να κάνει το όνειρο της πραγματικότητα και να γίνει μουσικός, με την Εβραϊκη της ταυτότητα επί την εξουσία του Μ...