Categorie:Etimologii lipsă în greacă
Aspect
Pagini din categoria „Etimologii lipsă în greacă”
Următoarele 200 de pagini se află în această categorie, dintr-un total de 1.126.
(pagina anterioară) (pagina următoare)F
Α
- αβρότητα
- άβυσσος
- αγγλοσαξονικός
- αγγλόφιλος
- αγενής
- Άγιος Μαρίνος
- αγκαθωτός μυρμηγκοφάγος
- Αγκόλα
- αγνωστικισμός
- αγριόγαλος
- αγριόγιδο
- αγριοράδικο
- άγριος
- αγύριστος
- αγώνας
- άδειος
- αδελφοποιτός
- αδελφοσύνη
- αδελφότητα
- άδης
- Αδριατική θάλασσα
- αεριολογία
- αεροδρόμιο
- αερολιμένας
- αεροναυτικός
- αεροστατικός
- αερόστατο
- Αζερμπαϊτζάν
- Αθήνα
- αθροίζω
- αιγοβοσκός
- αιγόδερμα
- Αίγυπτος
- αιθάνιο
- Αιθιοπία
- αιλουρότιγρη
- αιματολογία
- αϊνστάνιο
- Αϊτή
- ακαδημαϊκός
- ακανθίς
- ακανθυλίς
- ακονίζω
- ακριβής
- ακροβατικός
- ακρόπολη
- Ακτή Ελεφαντοστού
- ακτίνιο
- ακυρώνω
- αλανίνη
- Αλβανία
- αλβανικός
- Αλβανός
- Αλγερία
- αλκοολικός
- αλκοολούχος
- αλλαγή
- αλλεργία
- άλμπατρος
- αλουμίνιο
- αλπακά
- άλσος
- αλφαβήτα
- αλφάβητος
- αλχημεία
- αλχημικός
- Αλωνάρης
- άμαξα
- αμαρταίνω
- άμβλωση
- άμβωνας
- αμέθυστος
- αμερικανική έλαφος
- αμερίκιο
- αμερόληπτος
- αμνάδα
- Αμπού Νταμπί
- Άμστερνταμ
- αναγκαιότητα
- ανάγκη
- ανακεφαλαιωτικός
- ανακρίνω
- αναπηδώ
- αναρχία
- αναστενάζω
- ανασφάλεια
- ανατολή
- ανατρέπω
- Ανδόρα
- Ανδόρρα
- ανεβαίνω
- ανεμοστρόβιλος
- άνηθος
- άνθρακας
- ανθρωποειδές
- ανθρωπολογία
- άνισο
- άνισον
- ανόητος
- Ανταναναρίβο
- άντε γαμήσου
- Αντίγκουα και Μπαρμπούντα
- αντιλοκάπρα
- αντιμόνιο
- αντσούγια
- αξίζω
- αξιόγραφο
- αξιολάτρευτος
- αξιοπιστία
- απαγορεύω
- απαίσιος
- απαλλοτριώνω
- απαράδεκτος
- απελπίζομαι
- απιδιά
- απογαλακτίζω
- αποκαλύπτω
- αποκεφαλίζω
- αποκρίνομαι
- αποκρουστικός
- αποκτώ
- απορροφώ
- αποτελεσματικός
- αποτρέπω
- αποφεύγω
- απών
- Αραβική Θάλασσα
- αράζω
- Αργεντινή
- άργιλος
- αργό
- άργυρος
- άρθρο
- αριθμητική
- αριθμητικό
- αριθμός
- αριθμώ
- Αρκτικός Ωκεανός
- αρμέγω
- Αρμενία
- αρμορακία
- αρνάδα
- άρπα
- άρρενας
- αρσενικό
- αρσενικός
- αρτιοδάκτυλα
- άρτος
- αρχαιολογία
- αρχαιολόγος
- αρχείο
- αρχικός
- ασβέστιο
- ασήμαντος
- Ασία
- άσμα
- ασπάζομαι
- ασπιρίνη
- άστατο
- αστέρας
- άστερας
- αστέρι
- αστήρ
- αστρί
- ασφάλεια
- Ατλαντικός Ωκεανός
- αυνανίζομαι
- Αυστραλία
- Αυστρία
- αυτή
- αυτό
- αυτός
- αφασικός
- Αφγανός
- άφθονος
- αφιερώνω
- άφνιο
- Αφρική
- αχλάδα