μικροσκόπιο
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du français microscope.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | μικροσκόπιο | τα | μικροσκόπια |
Génitif | του | μικροσκοπίου | των | μικροσκοπίων |
Accusatif | το | μικροσκόπιο | τα | μικροσκόπια |
Vocatif | μικροσκόπιο | μικροσκόπια |
μικροσκόπιο, mikroskópio \Prononciation ?\ neutre
- Microscope.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (μικροσκόπιο)