ίδιος
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien ἴδιος, ídios (« propre, à soi »).
Adjectif
[modifier le wikicode]ίδιος, ídios \ˈi.ði.ɔs\
- Propre, à soi, sien.
- Την είδα με τα ίδια μου τα μάτια.
- Je l'ai vu de mes propres yeux.
- Την είδα με τα ίδια μου τα μάτια.
- Identique, pareil.
- Έχουν τα ίδια χρώματα.
- Ils sont de la même couleur.
- Έχουν τα ίδια χρώματα.
Dérivés
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ίδιος)