Jump to content

χρηματοδότηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from the χρηματοδοτη- stem of χρηματοδοτώ (chrimatodotó)-ση (-si).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /xɾi.ma.toˈðo.ti.si/
  • Hyphenation: χρη‧μα‧το‧δό‧τη‧ση

Noun

[edit]

χρηματοδότηση (chrimatodótisif

  1. funding, financing

Declension

[edit]
singular plural
nominative χρηματοδότηση (chrimatodótisi) χρηματοδοτήσεις (chrimatodotíseis)
genitive χρηματοδότησης (chrimatodótisis) χρηματοδοτήσεων (chrimatodotíseon)
accusative χρηματοδότηση (chrimatodótisi) χρηματοδοτήσεις (chrimatodotíseis)
vocative χρηματοδότηση (chrimatodótisi) χρηματοδοτήσεις (chrimatodotíseis)

Older or formal genitive singular: χρηματοδοτήσεως (chrimatodotíseos)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ χρηματοδότηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language