Jump to content

ταυτόχρονος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ταὐτός (tautós) χρόνος (khrónos).

Adjective

[edit]

ταυτόχρονος (taftóchronosm (feminine ταυτόχρονη, neuter ταυτόχρονο)

  1. simultaneous

Declension

[edit]
Declension of ταυτόχρονος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ταυτόχρονος (taftóchronos) ταυτόχρονη (taftóchroni) ταυτόχρονο (taftóchrono) ταυτόχρονοι (taftóchronoi) ταυτόχρονες (taftóchrones) ταυτόχρονα (taftóchrona)
genitive ταυτόχρονου (taftóchronou) ταυτόχρονης (taftóchronis) ταυτόχρονου (taftóchronou) ταυτόχρονων (taftóchronon) ταυτόχρονων (taftóchronon) ταυτόχρονων (taftóchronon)
accusative ταυτόχρονο (taftóchrono) ταυτόχρονη (taftóchroni) ταυτόχρονο (taftóchrono) ταυτόχρονους (taftóchronous) ταυτόχρονες (taftóchrones) ταυτόχρονα (taftóchrona)
vocative ταυτόχρονε (taftóchrone) ταυτόχρονη (taftóchroni) ταυτόχρονο (taftóchrono) ταυτόχρονοι (taftóchronoi) ταυτόχρονες (taftóchrones) ταυτόχρονα (taftóchrona)

Synonyms

[edit]

Derived terms

[edit]

Further reading

[edit]