Jump to content

ταλαντούχος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ταλαντοῦχος (talantoûkhos), equivalent to τάλαντο (tálanto, talent)-ούχος (-oúchos, having, possessing).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ta.la.ˈdu.xos/
  • Hyphenation: τα‧λα‧ντού‧χος

Adjective

[edit]

ταλαντούχος (talantoúchosm (feminine ταλαντούχος or ταλαντούχα, neuter ταλαντούχο)

  1. talented, gifted
    Το βραβείο Όσκαρ πήγε στον πιο ταλαντούχο ηθοποιό.
    To vraveío Óskar píge ston pio talantoúcho ithopoió.
    The Oscar went to the most talented actor.
    Η κόρη τους είναι ταλαντούχα στο πιάνο.
    I kóri tous eínai talantoúcha sto piáno.
    Their daughter is talented on the piano.

Declension

[edit]
Declension of ταλαντούχος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ταλαντούχος (talantoúchos) ταλαντούχος (talantoúchos)
ταλαντούχα (talantoúcha)
ταλαντούχο (talantoúcho) ταλαντούχοι (talantoúchoi) ταλαντούχοι (talantoúchoi)
ταλαντούχες (talantoúches)
ταλαντούχα (talantoúcha)
genitive ταλαντούχου (talantoúchou) ταλαντούχου (talantoúchou)
ταλαντούχας (talantoúchas)
ταλαντούχου (talantoúchou) ταλαντούχων (talantoúchon) ταλαντούχων (talantoúchon) ταλαντούχων (talantoúchon)
accusative ταλαντούχο (talantoúcho) ταλαντούχο (talantoúcho)
ταλαντούχα (talantoúcha)
ταλαντούχο (talantoúcho) ταλαντούχους (talantoúchous) ταλαντούχους (talantoúchous)
ταλαντούχες (talantoúches)
ταλαντούχα (talantoúcha)
vocative ταλαντούχε (talantoúche) ταλαντούχε (talantoúche)
ταλαντούχα (talantoúcha)
ταλαντούχο (talantoúcho) ταλαντούχοι (talantoúchoi) ταλαντούχοι (talantoúchoi)
ταλαντούχες (talantoúches)
ταλαντούχα (talantoúcha)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]
[edit]