ταλαντούχος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ταλαντοῦχος (talantoûkhos), equivalent to τάλαντο (tálanto, “talent”) -ούχος (-oúchos, “having, possessing”).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ταλαντούχος • (talantoúchos) m (feminine ταλαντούχος or ταλαντούχα, neuter ταλαντούχο)
- talented, gifted
- Το βραβείο Όσκαρ πήγε στον πιο ταλαντούχο ηθοποιό.
- To vraveío Óskar píge ston pio talantoúcho ithopoió.
- The Oscar went to the most talented actor.
- Η κόρη τους είναι ταλαντούχα στο πιάνο.
- I kóri tous eínai talantoúcha sto piáno.
- Their daughter is talented on the piano.
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ταλαντούχος (talantoúchos) | ταλαντούχος (talantoúchos) ταλαντούχα (talantoúcha) |
ταλαντούχο (talantoúcho) | ταλαντούχοι (talantoúchoi) | ταλαντούχοι (talantoúchoi) ταλαντούχες (talantoúches) |
ταλαντούχα (talantoúcha) | |
genitive | ταλαντούχου (talantoúchou) | ταλαντούχου (talantoúchou) ταλαντούχας (talantoúchas) |
ταλαντούχου (talantoúchou) | ταλαντούχων (talantoúchon) | ταλαντούχων (talantoúchon) | ταλαντούχων (talantoúchon) | |
accusative | ταλαντούχο (talantoúcho) | ταλαντούχο (talantoúcho) ταλαντούχα (talantoúcha) |
ταλαντούχο (talantoúcho) | ταλαντούχους (talantoúchous) | ταλαντούχους (talantoúchous) ταλαντούχες (talantoúches) |
ταλαντούχα (talantoúcha) | |
vocative | ταλαντούχε (talantoúche) | ταλαντούχε (talantoúche) ταλαντούχα (talantoúcha) |
ταλαντούχο (talantoúcho) | ταλαντούχοι (talantoúchoi) | ταλαντούχοι (talantoúchoi) ταλαντούχες (talantoúches) |
ταλαντούχα (talantoúcha) |
Synonyms
[edit]- (talented, gifted): προικισμένος (proikisménos), πεπροικισμένος (peproikisménos)
Antonyms
[edit]- (antonym(s) of “talented, gifted”): ατάλαντος (atálantos, “talentless”)
Related terms
[edit]- ταλέντο n (talénto, “talent”)