Jump to content

συναίνεση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek συναίνεσις (sunaínesis).[1] By surface analysis, συναινώ (synainó)-ση (-si).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /siˈne.ne.si/
  • Hyphenation: συ‧ναί‧νε‧ση

Noun

[edit]

συναίνεση (synaínesif (plural συναινέσεις)

  1. consent (voluntary agreement)
    με κοινή συναίνεση
    me koiní synaínesi
    by common consent, by mutual consent
    κοινή συναινέσει (archaic)
    koiní synainései
    by common consent, by mutual consent
    με τη συναίνεση των γονέων
    me ti synaínesi ton gonéon
    with the consent of the parents
  2. consensus
    Tα αυστηρά οικονομικά μέτρα απαιτούν κοινωνική συναίνεση.
    Ta afstirá oikonomiká métra apaitoún koinonikí synaínesi.
    The stringent economic measures require a public consensus.

Declension

[edit]
singular plural
nominative συναίνεση (synaínesi) συναινέσεις (synainéseis)
genitive συναίνεσης (synaínesis) συναινέσεων (synainéseon)
accusative συναίνεση (synaínesi) συναινέσεις (synainéseis)
vocative συναίνεση (synaínesi) συναινέσεις (synainéseis)

Older or formal genitive singular: συναινέσεως (synainéseos)

Synonyms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ συναίνεση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language