Jump to content

πραγματοποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from πραγματοποιώ (pragmatopoió)-ση (-si).[1] Also analyzable as πραγματ- (pragmat-)-ο- (-o-)-ποίηση (-poíisi).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pɾaɣ.ma.toˈpi.i.si/
  • Hyphenation: πραγ‧μα‧το‧ποί‧η‧ση

Noun

[edit]

πραγματοποίηση (pragmatopoíisif (plural πραγματοποιήσεις)

  1. realization (the act of making real)
    Synonyms: εκπλήρωση f (ekplírosi), εκτέλεση f (ektélesi)

Declension

[edit]
singular plural
nominative πραγματοποίηση (pragmatopoíisi) πραγματοποιήσεις (pragmatopoiíseis)
genitive πραγματοποίησης (pragmatopoíisis) πραγματοποιήσεων (pragmatopoiíseon)
accusative πραγματοποίηση (pragmatopoíisi) πραγματοποιήσεις (pragmatopoiíseis)
vocative πραγματοποίηση (pragmatopoíisi) πραγματοποιήσεις (pragmatopoiíseis)

Older or formal genitive singular: πραγματοποιήσεως (pragmatopoiíseos)

References

[edit]
  1. ^ πραγματοποίηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language