Jump to content

πειραματικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from the πειραματ- stem of πείραμα (peírama)-ικός (-ikós), a calque of English experimental.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pi.ɾa.ma.tiˈkos/
  • Hyphenation: πει‧ρα‧μα‧τι‧κός

Adjective

[edit]

πειραματικός (peiramatikósm (feminine πειραματική, neuter πειραματικό)

  1. experimental

Declension

[edit]
Declension of πειραματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πειραματικός (peiramatikós) πειραματική (peiramatikí) πειραματικό (peiramatikó) πειραματικοί (peiramatikoí) πειραματικές (peiramatikés) πειραματικά (peiramatiká)
genitive πειραματικού (peiramatikoú) πειραματικής (peiramatikís) πειραματικού (peiramatikoú) πειραματικών (peiramatikón) πειραματικών (peiramatikón) πειραματικών (peiramatikón)
accusative πειραματικό (peiramatikó) πειραματική (peiramatikí) πειραματικό (peiramatikó) πειραματικούς (peiramatikoús) πειραματικές (peiramatikés) πειραματικά (peiramatiká)
vocative πειραματικέ (peiramatiké) πειραματική (peiramatikí) πειραματικό (peiramatikó) πειραματικοί (peiramatikoí) πειραματικές (peiramatikés) πειραματικά (peiramatiká)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ πειραματικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language