παράκτιος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

παράκτιος (paráktiosm (feminine παράκτια, neuter παράκτιο)

  1. littoral
    Synonym: παραλιακός (paraliakós)

Declension

[edit]
Declension of παράκτιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative παράκτιος (paráktios) παράκτια (paráktia) παράκτιο (paráktio) παράκτιοι (paráktioi) παράκτιες (parákties) παράκτια (paráktia)
genitive παράκτιου (paráktiou) παράκτιας (paráktias) παράκτιου (paráktiou) παράκτιων (paráktion) παράκτιων (paráktion) παράκτιων (paráktion)
accusative παράκτιο (paráktio) παράκτια (paráktia) παράκτιο (paráktio) παράκτιους (paráktious) παράκτιες (parákties) παράκτια (paráktia)
vocative παράκτιε (paráktie) παράκτια (paráktia) παράκτιο (paráktio) παράκτιοι (paráktioi) παράκτιες (parákties) παράκτια (paráktia)
[edit]
  • see: ακτή f (aktí, coast, shore)

See also

[edit]