From Wiktionary, the free dictionary
μετα- ( meta- ) φράζω ( frázo ) .
IPA (key ) : /me.taˈfɾa.zo/
Hyphenation: με‧τα‧φρά‧ζω
μεταφράζω • (metafrázo ) (past μετέφρασα /μετάφρασα , passive μεταφράζομαι , p‑past μεταφράστηκα , ppp μεταφρασμένος )
to translate
μεταφράζω μεταφράζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
μεταφράζω
μεταφράσω
μεταφράζομαι
μεταφραστώ , μεταφρασθώ 2
2 sg
μεταφράζεις
μεταφράσεις
μεταφράζεσαι
μεταφραστείς , μεταφρασθείς
3 sg
μεταφράζει
μεταφράσει
μεταφράζεται
μεταφραστεί , μεταφρασθεί
1 pl
μεταφράζουμε , [‑ομε ]
μεταφράσουμε , [‑ομε ]
μεταφραζόμαστε
μεταφραστούμε , μεταφρασθούμε
2 pl
μεταφράζετε
μεταφράσετε
μεταφράζεστε , μεταφραζόσαστε
μεταφραστείτε , μεταφρασθείτε
3 pl
μεταφράζουν (ε )
μεταφράσουν (ε )
μεταφράζονται
μεταφραστούν (ε ), μεταφρασθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
μετέφραζα , μετάφραζα 1
μετέφρασα , μετάφρασα 1
μεταφραζόμουν (α )
μεταφράστηκα , μεταφράσθηκα 2
2 sg
μετέφραζες , μετάφραζες
μετέφρασες , μετάφρασες
μεταφραζόσουν (α )
μεταφράστηκες , μεταφράσθηκες
3 sg
μετέφραζε , μετάφραζε
μετέφρασε , μετάφρασε
μεταφραζόταν (ε )
μεταφράστηκε , μεταφράσθηκε
1 pl
μεταφράζαμε
μεταφράσαμε
μεταφραζόμασταν , (‑όμαστε )
μεταφραστήκαμε , μεταφρασθήκαμε
2 pl
μεταφράζατε
μεταφράσατε
μεταφραζόσασταν , (‑όσαστε )
μεταφραστήκατε , μεταφρασθήκατε
3 pl
μετέφραζαν , μεταφράζαν (ε ), μετάφραζαν
μετέφρασαν , μεταφράσαν (ε ), μετάφρασαν
μεταφράζονταν , (μεταφραζόντουσαν )
μεταφράστηκαν , μεταφραστήκαν (ε ), μεταφράσθηκαν , μεταφρασθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα μεταφράζω ➤
θα μεταφράσω ➤
θα μεταφράζομαι ➤
θα μεταφραστώ / μεταφρασθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα μεταφράζεις , …
θα μεταφράσεις , …
θα μεταφράζεσαι , …
θα μεταφραστείς / μεταφρασθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … μεταφράσει έχω, έχεις, … μεταφρασμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … μεταφραστεί / μεταφρασθεί είμαι , είσαι , … μεταφρασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … μεταφράσει είχα, είχες, … μεταφρασμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … μεταφραστεί / μεταφρασθεί ήμουν , ήσουν , … μεταφρασμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … μεταφράσει θα έχω, θα έχεις, … μεταφρασμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … μεταφραστεί / μεταφρασθεί θα είμαι, θα είσαι, … μεταφρασμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
μετάφραζε
μετάφρασε
—
μεταφράσου
2 pl
μεταφράζετε
μεταφράστε
μεταφράζεστε
μεταφραστείτε , μεταφρασθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
μεταφράζοντας ➤
μεταφραζόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας μεταφράσει ➤
μεταφρασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
μεταφράσει
μεταφραστεί , μεταφρασθεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. Active forms without the internal augment (μετα- ) are colloquial but less frequent. 2. Passive forms with -σθ - are formal and less frequent. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.