μελαχρινός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Byzantine Greek μελαχρινός (melakhrinós), from Ancient Greek μελάχρους (melákhrous).
Adjective
[edit]μελαχρινός • (melachrinós) m
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μελαχρινός (melachrinós) | μελαχρινή (melachriní) | μελαχρινό (melachrinó) | μελαχρινοί (melachrinoí) | μελαχρινές (melachrinés) | μελαχρινά (melachriná) | |
genitive | μελαχρινού (melachrinoú) | μελαχρινής (melachrinís) | μελαχρινού (melachrinoú) | μελαχρινών (melachrinón) | μελαχρινών (melachrinón) | μελαχρινών (melachrinón) | |
accusative | μελαχρινό (melachrinó) | μελαχρινή (melachriní) | μελαχρινό (melachrinó) | μελαχρινούς (melachrinoús) | μελαχρινές (melachrinés) | μελαχρινά (melachriná) | |
vocative | μελαχρινέ (melachriné) | μελαχρινή (melachriní) | μελαχρινό (melachrinó) | μελαχρινοί (melachrinoí) | μελαχρινές (melachrinés) | μελαχρινά (melachriná) |
Derivations:
Comparative: πιο positive forms (e.g. πιο μελαχρινός, etc.)
Relative superlative: definite article πιο positive forms (e.g. ο πιο μελαχρινός, etc.)
See also
[edit]- see: καστανός n (kastanós, “chestnut”)