μελαχρινός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Byzantine Greek μελαχρινός (melakhrinós), from Ancient Greek μελάχρους (melákhrous).

Adjective

[edit]

μελαχρινός (melachrinósm

  1. one who has black hair and/or eyes, swarthy; brunet

Declension

[edit]
Declension of μελαχρινός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μελαχρινός (melachrinós) μελαχρινή (melachriní) μελαχρινό (melachrinó) μελαχρινοί (melachrinoí) μελαχρινές (melachrinés) μελαχρινά (melachriná)
genitive μελαχρινού (melachrinoú) μελαχρινής (melachrinís) μελαχρινού (melachrinoú) μελαχρινών (melachrinón) μελαχρινών (melachrinón) μελαχρινών (melachrinón)
accusative μελαχρινό (melachrinó) μελαχρινή (melachriní) μελαχρινό (melachrinó) μελαχρινούς (melachrinoús) μελαχρινές (melachrinés) μελαχρινά (melachriná)
vocative μελαχρινέ (melachriné) μελαχρινή (melachriní) μελαχρινό (melachrinó) μελαχρινοί (melachrinoí) μελαχρινές (melachrinés) μελαχρινά (melachriná)

Derivations:
Comparative: πιο positive forms (e.g. πιο μελαχρινός, etc.)
Relative superlative: definite article πιο positive forms (e.g. ο πιο μελαχρινός, etc.)

See also

[edit]