Jump to content

κυβερνητικός

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From κυβερνάω (kubernáō, to steer)-τῐκός (-tikós).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

κῠβερνητῐκός (kubernētikósm (feminine κῠβερνητῐκή, neuter κῠβερνητῐκόν); first/second declension

  1. good at steering

Declension

[edit]

Descendants

[edit]
  • French: cybernétique
  • English: cybernetic

Further reading

[edit]

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

κυβερνητικός (kyvernitikósm (feminine κυβερνητική, neuter κυβερνητικό)

  1. governmental

Declension

[edit]
Declension of κυβερνητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κυβερνητικός (kyvernitikós) κυβερνητική (kyvernitikí) κυβερνητικό (kyvernitikó) κυβερνητικοί (kyvernitikoí) κυβερνητικές (kyvernitikés) κυβερνητικά (kyvernitiká)
genitive κυβερνητικού (kyvernitikoú) κυβερνητικής (kyvernitikís) κυβερνητικού (kyvernitikoú) κυβερνητικών (kyvernitikón) κυβερνητικών (kyvernitikón) κυβερνητικών (kyvernitikón)
accusative κυβερνητικό (kyvernitikó) κυβερνητική (kyvernitikí) κυβερνητικό (kyvernitikó) κυβερνητικούς (kyvernitikoús) κυβερνητικές (kyvernitikés) κυβερνητικά (kyvernitiká)
vocative κυβερνητικέ (kyvernitiké) κυβερνητική (kyvernitikí) κυβερνητικό (kyvernitikó) κυβερνητικοί (kyvernitikoí) κυβερνητικές (kyvernitikés) κυβερνητικά (kyvernitiká)
[edit]