καραβοφάναρο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From καράβι (karávi) φανάρι (fanári).
Noun
[edit]καραβοφάναρο • (karavofánaro) n (plural καραβοφάναρα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καραβοφάναρο (karavofánaro) | καραβοφάναρα (karavofánara) |
genitive | καραβοφάναρου (karavofánarou) | καραβοφάναρων (karavofánaron) |
accusative | καραβοφάναρο (karavofánaro) | καραβοφάναρα (karavofánara) |
vocative | καραβοφάναρο (karavofánaro) | καραβοφάναρα (karavofánara) |
Synonyms
[edit]- φαρόπλοιο (faróploio)