ιδιοφυής
Appearance
See also: ἰδιοφυής
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ιδιοφυής • (idiofyís) m (feminine ιδιοφυής, neuter ιδιοφυές)
- talented, gifted, genius, intelligent
- ιδιοφυής άνθρωπος ― idiofyís ánthropos ― talented man/person
- ingenious
- ιδιοφυής ιδέα ― idiofyís idéa ― ingenious idea
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ιδιοφυής (idiofyís) | ιδιοφυής (idiofyís) | ιδιοφυές (idiofyés) | ιδιοφυείς (idiofyeís) | ιδιοφυείς (idiofyeís) | ιδιοφυή (idiofyí) | |
genitive | ιδιοφυούς (idiofyoús) ιδιοφυή (idiofyí) |
ιδιοφυούς (idiofyoús) | ιδιοφυούς (idiofyoús) | ιδιοφυών (idiofyón) | ιδιοφυών (idiofyón) | ιδιοφυών (idiofyón) | |
accusative | ιδιοφυή (idiofyí) | ιδιοφυή (idiofyí) | ιδιοφυές (idiofyés) | ιδιοφυείς (idiofyeís) | ιδιοφυείς (idiofyeís) | ιδιοφυή (idiofyí) | |
vocative | ιδιοφυή (idiofyí) ιδιοφυής (idiofyís) |
ιδιοφυής (idiofyís) | ιδιοφυές (idiofyés) | ιδιοφυείς (idiofyeís) | ιδιοφυείς (idiofyeís) | ιδιοφυή (idiofyí) |
Derivations:
Comparative: πιο positive forms (e.g. πιο ιδιοφυής, etc.)
Relative superlative: definite article πιο positive forms (e.g. ο πιο ιδιοφυής, etc.)
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιδιοφυέστερος (idiofyésteros) | ιδιοφυέστερη (idiofyésteri) | ιδιοφυέστερο (idiofyéstero) | ιδιοφυέστεροι (idiofyésteroi) | ιδιοφυέστερες (idiofyésteres) | ιδιοφυέστερα (idiofyéstera) |
genitive | ιδιοφυέστερου (idiofyésterou) | ιδιοφυέστερης (idiofyésteris) | ιδιοφυέστερου (idiofyésterou) | ιδιοφυέστερων (idiofyésteron) | ιδιοφυέστερων (idiofyésteron) | ιδιοφυέστερων (idiofyésteron) |
accusative | ιδιοφυέστερο (idiofyéstero) | ιδιοφυέστερη (idiofyésteri) | ιδιοφυέστερο (idiofyéstero) | ιδιοφυέστερους (idiofyésterous) | ιδιοφυέστερες (idiofyésteres) | ιδιοφυέστερα (idiofyéstera) |
vocative | ιδιοφυέστερε (idiofyéstere) | ιδιοφυέστερη (idiofyésteri) | ιδιοφυέστερο (idiofyéstero) | ιδιοφυέστεροι (idiofyésteroi) | ιδιοφυέστερες (idiofyésteres) | ιδιοφυέστερα (idiofyéstera) |
derivations | relative superlative: ο comparative forms (eg "ο ιδιοφυέστερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιδιοφυέστατος (idiofyéstatos) | ιδιοφυέστατη (idiofyéstati) | ιδιοφυέστατο (idiofyéstato) | ιδιοφυέστατοι (idiofyéstatoi) | ιδιοφυέστατες (idiofyéstates) | ιδιοφυέστατα (idiofyéstata) |
genitive | ιδιοφυέστατου (idiofyéstatou) | ιδιοφυέστατης (idiofyéstatis) | ιδιοφυέστατου (idiofyéstatou) | ιδιοφυέστατων (idiofyéstaton) | ιδιοφυέστατων (idiofyéstaton) | ιδιοφυέστατων (idiofyéstaton) |
accusative | ιδιοφυέστατο (idiofyéstato) | ιδιοφυέστατη (idiofyéstati) | ιδιοφυέστατο (idiofyéstato) | ιδιοφυέστατους (idiofyéstatous) | ιδιοφυέστατες (idiofyéstates) | ιδιοφυέστατα (idiofyéstata) |
vocative | ιδιοφυέστατε (idiofyéstate) | ιδιοφυέστατη (idiofyéstati) | ιδιοφυέστατο (idiofyéstato) | ιδιοφυέστατοι (idiofyéstatoi) | ιδιοφυέστατες (idiofyéstates) | ιδιοφυέστατα (idiofyéstata) |
Synonyms
[edit]- see: έξυπνος (éxypnos, “intelligent”)
Related terms
[edit]- ιδιοφυΐα f (idiofyḯa, “genius”)
Further reading
[edit]- ιδιοφυής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language