Jump to content

ίδιος

From Wiktionary, the free dictionary
(Redirected from ιδιος)
See also: ἴδιος

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Ancient Greek ἴδιος (ídios).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

ίδιος (ídiosm (feminine ίδια, neuter ίδιο)

  1. (for emphasis): own
    Την είδα με τα ίδια μου τα μάτια.
    Tin eída me ta ídia mou ta mátia.
    I saw her with my own eyes.
  2. (number, size, etc): identical
    Έχουν ίδιο μέγεθος.
    Échoun ídio mégethos.
    They are the same size.
  3. (similarity): same, similar
    Έχουν τα ίδια χρώματα.
    Échoun ta ídia chrómata.
    They are the same colours.

Declension

[edit]
Declension of ίδιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ίδιος (ídios) ίδια (ídia) ίδιο (ídio) ίδιοι (ídioi) ίδιες (ídies) ίδια (ídia)
genitive ίδιου (ídiou) ίδιας (ídias) ίδιου (ídiou) ίδιων (ídion) ίδιων (ídion) ίδιων (ídion)
accusative ίδιο (ídio) ίδια (ídia) ίδιο (ídio) ίδιους (ídious) ίδιες (ídies) ίδια (ídia)
vocative ίδιε (ídie) ίδια (ídia) ίδιο (ídio) ίδιοι (ídioi) ίδιες (ídies) ίδια (ídia)

Notes: the genitive plural form ιδίων is also found