Jump to content

ιδιαιτερότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from ιδιαίτερ(ος) (idiaíter(os))-ότητα (-ótita).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.ði̯e.teˈɾo.ti.ta/
  • Hyphenation: ι‧δι‧αι‧τε‧ρό‧τη‧τα

Noun

[edit]

ιδιαιτερότητα (idiaiterótitaf (plural ιδιαιτερότητες)

  1. particularity, peculiarity, singularity (the state of being particular, peculiar, singular, distinct)
  2. particularity, peculiarity, specific feature (a distinctive characteristic or quality)

Declension

[edit]
Declension of ιδιαιτερότητα
singular plural
nominative ιδιαιτερότητα (idiaiterótita) ιδιαιτερότητες (idiaiterótites)
genitive ιδιαιτερότητας (idiaiterótitas) ιδιαιτεροτήτων (idiaiterotíton)
accusative ιδιαιτερότητα (idiaiterótita) ιδιαιτερότητες (idiaiterótites)
vocative ιδιαιτερότητα (idiaiterótita) ιδιαιτερότητες (idiaiterótites)

Synonyms

[edit]

See also

[edit]

References

[edit]
  1. ^ ιδιαιτερότητα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language