ιδιαιτερότητα
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from ιδιαίτερ(ος) (idiaíter(os)) -ότητα (-ótita).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ιδιαιτερότητα • (idiaiterótita) f (plural ιδιαιτερότητες)
- particularity, peculiarity, singularity (the state of being particular, peculiar, singular, distinct)
- particularity, peculiarity, specific feature (a distinctive characteristic or quality)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιδιαιτερότητα (idiaiterótita) | ιδιαιτερότητες (idiaiterótites) |
genitive | ιδιαιτερότητας (idiaiterótitas) | ιδιαιτεροτήτων (idiaiterotíton) |
accusative | ιδιαιτερότητα (idiaiterótita) | ιδιαιτερότητες (idiaiterótites) |
vocative | ιδιαιτερότητα (idiaiterótita) | ιδιαιτερότητες (idiaiterótites) |
Synonyms
[edit]- ιδιομορφία f (idiomorfía)
See also
[edit]- ιδιορρυθμία f (idiorrythmía)
- ιδιοσυγκρασία f (idiosygkrasía)
- ιδιοτυπία f (idiotypía)
References
[edit]- ^ ιδιαιτερότητα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language