ιδιαίτερος
Appearance
See also: ἰδιαίτερος
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek ἰδιαίτερος (idiaíteros), comparative degree of ἴδιος (ídios).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ιδιαίτερος • (idiaíteros) m (feminine ιδιαίτερη, neuter ιδιαίτερο)
Declension
[edit]The formal feminine form ιδιαιτέρα (idiaitéra) is used as a noun.
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ιδιαίτερος (idiaíteros) | ιδιαίτερη (idiaíteri) | ιδιαίτερο (idiaítero) | ιδιαίτεροι (idiaíteroi) | ιδιαίτερες (idiaíteres) | ιδιαίτερα (idiaítera) | |
genitive | ιδιαίτερου (idiaíterou) | ιδιαίτερης (idiaíteris) | ιδιαίτερου (idiaíterou) | ιδιαίτερων (idiaíteron) | ιδιαίτερων (idiaíteron) | ιδιαίτερων (idiaíteron) | |
accusative | ιδιαίτερο (idiaítero) | ιδιαίτερη (idiaíteri) | ιδιαίτερο (idiaítero) | ιδιαίτερους (idiaíterous) | ιδιαίτερες (idiaíteres) | ιδιαίτερα (idiaítera) | |
vocative | ιδιαίτερε (idiaítere) | ιδιαίτερη (idiaíteri) | ιδιαίτερο (idiaítero) | ιδιαίτεροι (idiaíteroi) | ιδιαίτερες (idiaíteres) | ιδιαίτερα (idiaítera) |
Derivations:
Comparative: πιο positive forms (e.g. πιο ιδιαίτερος, etc.)
Relative superlative: definite article πιο positive forms (e.g. ο πιο ιδιαίτερος, etc.)
Related terms
[edit]- ιδιαίτατος (idiaítatos, dated superlative)
- ιδιαιτέρα f (idiaitéra, “female private secretary”)
- ιδιαίτερα (idiaítera, adverb)
- ιδιαιτερότητα f (idiaiterótita, “specific individual characteristic”)
- ιδιαιτέρως (idiaitéros, formal adverb)
- and see: ίδιος (ídios, “one's self; the same”)
References
[edit]- ιδιαίτερος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language