ηλεκτροφόρηση
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ηλεκτροφόρηση • (ilektrofórisi) f (plural ηλεκτροφορήσεις) usually in the singular
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλεκτροφόρηση (ilektrofórisi) | ηλεκτροφορήσεις (ilektroforíseis) |
genitive | ηλεκτροφόρησης (ilektrofórisis) | ηλεκτροφορήσεων (ilektroforíseon) |
accusative | ηλεκτροφόρηση (ilektrofórisi) | ηλεκτροφορήσεις (ilektroforíseis) |
vocative | ηλεκτροφόρηση (ilektrofórisi) | ηλεκτροφορήσεις (ilektroforíseis) |
Formal genitive singular in -εως (-eos) is not common for this group of words.
Related terms
[edit]- ηλεκτροφόρος (ilektrofóros, “electrified”, adjective)
- and see: ηλεκτρισμός m (ilektrismós, “electricity”)
Further reading
[edit]- ηλεκτροφόρηση - Charalambakis, Chistoforos et al. (2014) Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Christiko lexiko tis Neoellhnikis Glossas) [A Practical dictionary of Modern Greek language] (in Greek) Athens: Academy of Athens. (online since 2023 - abbreviations - symbols)
- ηλεκτροφόρηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el