Jump to content

ηλεκτροφόρηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.le.ktɾoˈfo.ɾi.si/
  • Hyphenation: η‧λε‧κτρο‧φό‧ρη‧ση

Noun

[edit]

ηλεκτροφόρηση (ilektrofórisif (plural ηλεκτροφορήσεις) usually in the singular

  1. (chemistry, biology) electrophoresis

Declension

[edit]
singular plural
nominative ηλεκτροφόρηση (ilektrofórisi) ηλεκτροφορήσεις (ilektroforíseis)
genitive ηλεκτροφόρησης (ilektrofórisis) ηλεκτροφορήσεων (ilektroforíseon)
accusative ηλεκτροφόρηση (ilektrofórisi) ηλεκτροφορήσεις (ilektroforíseis)
vocative ηλεκτροφόρηση (ilektrofórisi) ηλεκτροφορήσεις (ilektroforíseis)

Formal genitive singular in -εως (-eos) is not common for this group of words. 

[edit]

Further reading

[edit]