Jump to content

ευγνώμων

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ευγνώμων (evgnómonm (feminine ευγνώμων, neuter ευγνώμον)

  1. grateful, thankful

Declension

[edit]
Declension of ευγνώμων
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευγνώμων (evgnómon) ευγνώμων (evgnómon) ευγνώμον (evgnómon) ευγνώμονες (evgnómones) ευγνώμονες (evgnómones) ευγνώμονα (evgnómona)
genitive ευγνώμονος (evgnómonos) ευγνώμονος (evgnómonos) ευγνώμονος (evgnómonos) ευγνωμόνων (evgnomónon) ευγνωμόνων (evgnomónon) ευγνωμόνων (evgnomónon)
accusative ευγνώμονα (evgnómona) ευγνώμονα (evgnómona) ευγνώμον (evgnómon) ευγνώμονες (evgnómones) ευγνώμονες (evgnómones) ευγνώμονα (evgnómona)
vocative ευγνώμων (evgnómon)
ευγνώμονα (evgnómona)
ευγνώμων (evgnómon) ευγνώμον (evgnómon) ευγνώμονες (evgnómones) ευγνώμονες (evgnómones) ευγνώμονα (evgnómona)

Notes: neuter forms are uncommon
Derivations:
Comparative: πιο positive forms (e.g. πιο ευγνώμων, etc.)
Relative superlative: definite article πιο positive forms (e.g. ο πιο ευγνώμων, etc.)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]
[edit]