Jump to content

ενεργοποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from ενεργοποιώ (energopoió)-ση (-si).[1] Also analyzable as ενεργ(ός) (energ(ós), active)-ο- (-o-)-ποίηση (-poíisi).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.neɾ.ɣoˈpi.i.si/
  • Hyphenation: ε‧νερ‧γο‧ποί‧η‧ση

Noun

[edit]

ενεργοποίηση (energopoíisif (plural ενεργοποιήσεις)

  1. activation
  2. using

Declension

[edit]
singular plural
nominative ενεργοποίηση (energopoíisi) ενεργοποιήσεις (energopoiíseis)
genitive ενεργοποίησης (energopoíisis) ενεργοποιήσεων (energopoiíseon)
accusative ενεργοποίηση (energopoíisi) ενεργοποιήσεις (energopoiíseis)
vocative ενεργοποίηση (energopoíisi) ενεργοποιήσεις (energopoiíseis)

Older or formal genitive singular: ενεργοποιήσεως (energopoiíseos)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ ενεργοποίηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language