Jump to content

διερεύνηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Koine Greek διερεύνησις (diereúnēsis).

Noun

[edit]

διερεύνηση (dierévnisif (plural διερευνήσεις)

  1. investigation, enquiry

Declension

[edit]
singular plural
nominative διερεύνηση (dierévnisi) διερευνήσεις (dierevníseis)
genitive διερεύνησης (dierévnisis) διερευνήσεων (dierevníseon)
accusative διερεύνηση (dierévnisi) διερευνήσεις (dierevníseis)
vocative διερεύνηση (dierévnisi) διερευνήσεις (dierevníseis)

Older or formal genitive singular: διερευνήσεως (dierevníseos)

[edit]

Further reading

[edit]