Jump to content

διαιρώ

From Wiktionary, the free dictionary
See also: διαιρῶ

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek διαιρῶ (diairô) contracted form of διαιρέω (diairéō). Morphologically from δι- (δια-)αιρώ, the ancient αἱρῶ (hairô, seize).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ði.eˈɾo/
  • Hyphenation: δι‧αι‧ρώ

Verb

[edit]

διαιρώ (diairó) (past διαίρεσα, passive διαιρούμαι, p‑past διαιρέθηκα, ppp διαιρεμένος / διηρημένος)

  1. to divide, split, disunite
    Ο εμφύλιος πόλεμος διαίρεσε τους Έλληνες.
    O emfýlios pólemos diaírese tous Éllines.
    The Greek civil war divided the Greeks.

Conjugation

[edit]
[edit]