βραχύχρονος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From βραχύ- (vrachý-, “short”) χρόνος (chrónos, “time”).
Adjective
[edit]βραχύχρονος • (vrachýchronos) m (feminine βραχύχρονη, neuter βραχύχρονο)
- (phonetics, phonology) short (of a vowel, of a sound)
- Antonym: μακρόχρονος (makróchronos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | βραχύχρονος (vrachýchronos) | βραχύχρονη (vrachýchroni) | βραχύχρονο (vrachýchrono) | βραχύχρονοι (vrachýchronoi) | βραχύχρονες (vrachýchrones) | βραχύχρονα (vrachýchrona) | |
genitive | βραχύχρονου (vrachýchronou) | βραχύχρονης (vrachýchronis) | βραχύχρονου (vrachýchronou) | βραχύχρονων (vrachýchronon) | βραχύχρονων (vrachýchronon) | βραχύχρονων (vrachýchronon) | |
accusative | βραχύχρονο (vrachýchrono) | βραχύχρονη (vrachýchroni) | βραχύχρονο (vrachýchrono) | βραχύχρονους (vrachýchronous) | βραχύχρονες (vrachýchrones) | βραχύχρονα (vrachýchrona) | |
vocative | βραχύχρονε (vrachýchrone) | βραχύχρονη (vrachýchroni) | βραχύχρονο (vrachýchrono) | βραχύχρονοι (vrachýchronoi) | βραχύχρονες (vrachýchrones) | βραχύχρονα (vrachýchrona) |
Derivations:
Comparative: πιο positive forms (e.g. πιο βραχύχρονος, etc.)
Relative superlative: definite article πιο positive forms (e.g. ο πιο βραχύχρονος, etc.)
See also
[edit]- βραχυχρόνιος (vrachychrónios, “short-lived”)
Further reading
[edit]- βραχύχρονος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language