βιομηχανικά
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]βιομηχανικά • (viomichaniká)
- nominative neuter plural of βιομηχανικός (viomichanikós)
- accusative neuter plural of βιομηχανικός (viomichanikós)
- vocative neuter plural of βιομηχανικός (viomichanikós)