Jump to content

βεβαίωση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

βεβαίωση (vevaíosif (plural βεβαιώσεις)

  1. confirmation, certificate

Declension

[edit]
Declension of βεβαίωση
singular plural
nominative βεβαίωση (vevaíosi) βεβαιώσεις (vevaióseis)
genitive βεβαίωσης (vevaíosis) βεβαιώσεων (vevaióseon)
accusative βεβαίωση (vevaíosi) βεβαιώσεις (vevaióseis)
vocative βεβαίωση (vevaíosi) βεβαιώσεις (vevaióseis)

Older or formal genitive singular: βεβαιώσεως (vevaióseos)

[edit]
see: βέβαιος (vévaios, certain, sure)