αφιλοκερδής
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αφιλόκερδος (afilókerdos)
Etymology
[edit]Learnedly from α- (a-) φιλοκερδής (filokerdís).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αφιλοκερδής • (afilokerdís) m (feminine αφιλοκερδής, neuter αφιλοκερδές)
- not profitseeking (whose primary motivator is not profit)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αφιλοκερδής (afilokerdís) | αφιλοκερδής (afilokerdís) | αφιλοκερδές (afilokerdés) | αφιλοκερδείς (afilokerdeís) | αφιλοκερδείς (afilokerdeís) | αφιλοκερδή (afilokerdí) | |
genitive | αφιλοκερδούς (afilokerdoús) αφιλοκερδή (afilokerdí) |
αφιλοκερδούς (afilokerdoús) | αφιλοκερδούς (afilokerdoús) | αφιλοκερδών (afilokerdón) | αφιλοκερδών (afilokerdón) | αφιλοκερδών (afilokerdón) | |
accusative | αφιλοκερδή (afilokerdí) | αφιλοκερδή (afilokerdí) | αφιλοκερδές (afilokerdés) | αφιλοκερδείς (afilokerdeís) | αφιλοκερδείς (afilokerdeís) | αφιλοκερδή (afilokerdí) | |
vocative | αφιλοκερδή (afilokerdí) αφιλοκερδής (afilokerdís) |
αφιλοκερδής (afilokerdís) | αφιλοκερδές (afilokerdés) | αφιλοκερδείς (afilokerdeís) | αφιλοκερδείς (afilokerdeís) | αφιλοκερδή (afilokerdí) |
Derivations:
Comparative: πιο positive forms (e.g. πιο αφιλοκερδής, etc.)
Relative superlative: definite article πιο positive forms (e.g. ο πιο αφιλοκερδής, etc.)
Antonyms
[edit]- φιλοκερδής (filokerdís, “greedy”)
Derived terms
[edit]- αφιλοκερδώς (afilokerdós)
Related terms
[edit]- αφιλοκέρδεια f (afilokérdeia)
- φιλοκέρδεια f (filokérdeia)
- φιλοκερδής (filokerdís)
- and see: κέρδος n (kérdos, “profit”)
References
[edit]- ^ αφιλοκερδής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language