Jump to content

αφιλοκερδής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from α- (a-)φιλοκερδής (filokerdís).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.fi.lo.cerˈðis/
  • Hyphenation: α‧φι‧λο‧κερ‧δής

Adjective

[edit]

αφιλοκερδής (afilokerdísm (feminine αφιλοκερδής, neuter αφιλοκερδές)

  1. not profitseeking (whose primary motivator is not profit)
    1. nonprofit
    2. pro bono

Declension

[edit]
Declension of αφιλοκερδής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αφιλοκερδής (afilokerdís) αφιλοκερδής (afilokerdís) αφιλοκερδές (afilokerdés) αφιλοκερδείς (afilokerdeís) αφιλοκερδείς (afilokerdeís) αφιλοκερδή (afilokerdí)
genitive αφιλοκερδούς (afilokerdoús)
αφιλοκερδή (afilokerdí)
αφιλοκερδούς (afilokerdoús) αφιλοκερδούς (afilokerdoús) αφιλοκερδών (afilokerdón) αφιλοκερδών (afilokerdón) αφιλοκερδών (afilokerdón)
accusative αφιλοκερδή (afilokerdí) αφιλοκερδή (afilokerdí) αφιλοκερδές (afilokerdés) αφιλοκερδείς (afilokerdeís) αφιλοκερδείς (afilokerdeís) αφιλοκερδή (afilokerdí)
vocative αφιλοκερδή (afilokerdí)
αφιλοκερδής (afilokerdís)
αφιλοκερδής (afilokerdís) αφιλοκερδές (afilokerdés) αφιλοκερδείς (afilokerdeís) αφιλοκερδείς (afilokerdeís) αφιλοκερδή (afilokerdí)

Derivations:
Comparative: πιο positive forms (e.g. πιο αφιλοκερδής, etc.)
Relative superlative: definite article πιο positive forms (e.g. ο πιο αφιλοκερδής, etc.)

Antonyms

[edit]

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ αφιλοκερδής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language