Jump to content

ασπόνδυλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ασπόνδυλος (aspóndylosm (feminine ασπόνδυλη, neuter ασπόνδυλο)

  1. (zoology) invertebrate, spineless
    Antonym: σπονδυλωτός (spondylotós)
  2. (nominalised, especially in the neuter plural) invertebrates

Declension

[edit]
Declension of ασπόνδυλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασπόνδυλος (aspóndylos) ασπόνδυλη (aspóndyli) ασπόνδυλο (aspóndylo) ασπόνδυλοι (aspóndyloi) ασπόνδυλες (aspóndyles) ασπόνδυλα (aspóndyla)
genitive ασπόνδυλου (aspóndylou) ασπόνδυλης (aspóndylis) ασπόνδυλου (aspóndylou) ασπόνδυλων (aspóndylon) ασπόνδυλων (aspóndylon) ασπόνδυλων (aspóndylon)
accusative ασπόνδυλο (aspóndylo) ασπόνδυλη (aspóndyli) ασπόνδυλο (aspóndylo) ασπόνδυλους (aspóndylous) ασπόνδυλες (aspóndyles) ασπόνδυλα (aspóndyla)
vocative ασπόνδυλε (aspóndyle) ασπόνδυλη (aspóndyli) ασπόνδυλο (aspóndylo) ασπόνδυλοι (aspóndyloi) ασπόνδυλες (aspóndyles) ασπόνδυλα (aspóndyla)
[edit]

Further reading

[edit]