Jump to content

απρόσβατος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

α- (a-)προσβατός (prosvatós)

Adjective

[edit]

απρόσβατος (aprósvatosm (feminine απρόσβατη, neuter απρόσβατο)

  1. inaccessible, unapproachable
    Synonyms: απροσπέλαστος (aprospélastos), απρόσιτος (aprósitos)
    Antonyms: προσβατός (prosvatós), προσβάσιμος (prosvásimos), προσιτός (prositós)

Declension

[edit]
Declension of απρόσβατος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απρόσβατος (aprósvatos) απρόσβατη (aprósvati) απρόσβατο (aprósvato) απρόσβατοι (aprósvatoi) απρόσβατες (aprósvates) απρόσβατα (aprósvata)
genitive απρόσβατου (aprósvatou) απρόσβατης (aprósvatis) απρόσβατου (aprósvatou) απρόσβατων (aprósvaton) απρόσβατων (aprósvaton) απρόσβατων (aprósvaton)
accusative απρόσβατο (aprósvato) απρόσβατη (aprósvati) απρόσβατο (aprósvato) απρόσβατους (aprósvatous) απρόσβατες (aprósvates) απρόσβατα (aprósvata)
vocative απρόσβατε (aprósvate) απρόσβατη (aprósvati) απρόσβατο (aprósvato) απρόσβατοι (aprósvatoi) απρόσβατες (aprósvates) απρόσβατα (aprósvata)