αποστάζω
Appearance
See also: ἀποστάζω
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἀποστάζω (“fall drop by drop”). Semantic loan from French distiller. Morphologically, from απο- (“from”) στάζω (“drip”).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]αποστάζω • (apostázo) (past απόσταξα/απέσταξα, passive αποστάζομαι)
Conjugation
[edit]αποστάζω αποστάζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αποστάζω | αποστάξω | αποστάζομαι | αποσταχθώ2 |
2 sg | αποστάζεις | αποστάξεις | αποστάζεσαι | αποσταχθείς |
3 sg | αποστάζει | αποστάξει | αποστάζεται | αποσταχθεί |
1 pl | αποστάζουμε, [‑ομε] | αποστάξουμε, [‑ομε] | αποσταζόμαστε | αποσταχθούμε |
2 pl | αποστάζετε | αποστάξετε | αποστάζεστε, αποσταζόσαστε | αποσταχθείτε |
3 pl | αποστάζουν(ε) | αποστάξουν(ε) | αποστάζονται | αποσταχθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | απέσταζα, απόσταζα1 | απέσταξα, απόσταξα1 | αποσταζόμουν(α) | αποστάχθηκα2 |
2 sg | απέσταζες, απόσταζες | απέσταξες, απόσταξες | αποσταζόσουν(α) | αποστάχθηκες |
3 sg | απέσταζε, απόσταζε | απέσταξε, απόσταξε | αποσταζόταν(ε) | αποστάχθηκε |
1 pl | αποστάζαμε | αποστάξαμε | αποσταζόμασταν, (‑όμαστε) | αποσταχθήκαμε |
2 pl | αποστάζατε | αποστάξατε | αποσταζόσασταν, (‑όσαστε) | αποσταχθήκατε |
3 pl | απέσταζαν, αποστάζαν(ε), απόσταζαν | απέσταξαν, αποστάξαν(ε), απόσταξαν | αποστάζονταν, (αποσταζόντουσαν) | αποστάχθηκαν, αποσταχθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αποστάζω ➤ | θα αποστάξω ➤ | θα αποστάζομαι ➤ | θα αποσταχθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αποστάζεις, … | θα αποστάξεις, … | θα αποστάζεσαι, … | θα αποσταχθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αποστάξει έχω, έχεις, … αποσταγμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αποσταχθεί είμαι, είσαι, … αποσταγμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αποστάξει είχα, είχες, … αποσταγμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αποσταχθεί ήμουν, ήσουν, … αποσταγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αποστάξει θα έχω, θα έχεις, … αποσταγμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αποσταχθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποσταγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | απόσταζε | απόσταξε | — | αποστάξου |
2 pl | αποστάζετε | αποστάξτε | αποστάζεστε | αποσταχθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αποστάζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αποστάξει ➤ | αποσταγμένος, ‑η, ‑o {απεσταγμένος, ‑η, ‑o} ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αποστάξει | αποσταχθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. The prefix with the learned internal augment (απo‑έστα‑ > απ‑έστα‑) and the less formal, without (από‑στα‑) are equally used. 2. The less formal -χτ- version is rare for this verb (αποστάχτηκα). • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- απεσταγμένος (apestagménos, “distilled”, participle)
- αποσταγμένος (apostagménos, “distilled”, participle)
- απόσταγμα n (apóstagma, “distillate, essence”)
- αποσταγματικός (apostagmatikós, “distillate”, adjective)
- αποσταγματοποιείο n (apostagmatopoieío, “distillery”)
- αποστακτήρας f (apostaktíras, “still”)
- αποστακτήριο n (apostaktírio, “distillery”)
- απόσταξη f (apóstaxi, “distillation”)
- and see: στάζω (stázo, “to drip”)
Further reading
[edit]- Απόσταξη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el