Jump to content

αποποινικοποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from the αποποινικοποιη- stem of αποποινικοποιώ (apopoinikopoió)-ση (-si).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.po.pi.ni.koˈpi.i.si/
  • Hyphenation: α‧πο‧ποι‧νι‧κο‧ποί‧η‧ση

Noun

[edit]

αποποινικοποίηση (apopoinikopoíisif (plural αποποινικοποιήσεις)

  1. decriminalisation (UK), decriminalization (US)
    Antonym: ποινικοποίηση (poinikopoíisi)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αποποινικοποίηση (apopoinikopoíisi) αποποινικοποιήσεις (apopoinikopoiíseis)
genitive αποποινικοποίησης (apopoinikopoíisis) αποποινικοποιήσεων (apopoinikopoiíseon)
accusative αποποινικοποίηση (apopoinikopoíisi) αποποινικοποιήσεις (apopoinikopoiíseis)
vocative αποποινικοποίηση (apopoinikopoíisi) αποποινικοποιήσεις (apopoinikopoiíseis)

Older or formal genitive singular: αποποινικοποιήσεως (apopoinikopoiíseos)

References

[edit]
  1. ^ αποποινικοποίηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language

Further reading

[edit]