Jump to content

αξιοθέατος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αξιοθέατος (axiothéatosm (feminine αξιοθέατη, neuter αξιοθέατο)

  1. worthy of being viewed, worth seeing
  2. (substantively, in the plural) sights

Declension

[edit]
Declension of αξιοθέατος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξιοθέατος (axiothéatos) αξιοθέατη (axiothéati) αξιοθέατο (axiothéato) αξιοθέατοι (axiothéatoi) αξιοθέατες (axiothéates) αξιοθέατα (axiothéata)
genitive αξιοθέατου (axiothéatou) αξιοθέατης (axiothéatis) αξιοθέατου (axiothéatou) αξιοθέατων (axiothéaton) αξιοθέατων (axiothéaton) αξιοθέατων (axiothéaton)
accusative αξιοθέατο (axiothéato) αξιοθέατη (axiothéati) αξιοθέατο (axiothéato) αξιοθέατους (axiothéatous) αξιοθέατες (axiothéates) αξιοθέατα (axiothéata)
vocative αξιοθέατε (axiothéate) αξιοθέατη (axiothéati) αξιοθέατο (axiothéato) αξιοθέατοι (axiothéatoi) αξιοθέατες (axiothéates) αξιοθέατα (axiothéata)