αξέχαστος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]α- (a-) ξεχνάω (xechnáo) -τος (-tos)
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αξέχαστος • (axéchastos) m
- unforgettable
- Synonym: αλησμόνητος (alismónitos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αξέχαστος (axéchastos) | αξέχαστη (axéchasti) | αξέχαστο (axéchasto) | αξέχαστοι (axéchastoi) | αξέχαστες (axéchastes) | αξέχαστα (axéchasta) | |
genitive | αξέχαστου (axéchastou) | αξέχαστης (axéchastis) | αξέχαστου (axéchastou) | αξέχαστων (axéchaston) | αξέχαστων (axéchaston) | αξέχαστων (axéchaston) | |
accusative | αξέχαστο (axéchasto) | αξέχαστη (axéchasti) | αξέχαστο (axéchasto) | αξέχαστους (axéchastous) | αξέχαστες (axéchastes) | αξέχαστα (axéchasta) | |
vocative | αξέχαστε (axéchaste) | αξέχαστη (axéchasti) | αξέχαστο (axéchasto) | αξέχαστοι (axéchastoi) | αξέχαστες (axéchastes) | αξέχαστα (axéchasta) |
Derivations:
Comparative: πιο positive forms (e.g. πιο αξέχαστος, etc.)
Relative superlative: definite article πιο positive forms (e.g. ο πιο αξέχαστος, etc.)
References
[edit]- αξέχαστος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language