Jump to content

αξέχαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

α- (a-)ξεχνάω (xechnáo)-τος (-tos)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aˈkse.xa.stos/
  • Hyphenation: α‧ξέ‧χα‧στος

Adjective

[edit]

αξέχαστος (axéchastosm

  1. unforgettable
    Synonym: αλησμόνητος (alismónitos)

Declension

[edit]
Declension of αξέχαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξέχαστος (axéchastos) αξέχαστη (axéchasti) αξέχαστο (axéchasto) αξέχαστοι (axéchastoi) αξέχαστες (axéchastes) αξέχαστα (axéchasta)
genitive αξέχαστου (axéchastou) αξέχαστης (axéchastis) αξέχαστου (axéchastou) αξέχαστων (axéchaston) αξέχαστων (axéchaston) αξέχαστων (axéchaston)
accusative αξέχαστο (axéchasto) αξέχαστη (axéchasti) αξέχαστο (axéchasto) αξέχαστους (axéchastous) αξέχαστες (axéchastes) αξέχαστα (axéchasta)
vocative αξέχαστε (axéchaste) αξέχαστη (axéchasti) αξέχαστο (axéchasto) αξέχαστοι (axéchastoi) αξέχαστες (axéchastes) αξέχαστα (axéchasta)

Derivations:
Comparative: πιο positive forms (e.g. πιο αξέχαστος, etc.)
Relative superlative: definite article πιο positive forms (e.g. ο πιο αξέχαστος, etc.)

References

[edit]