Jump to content

ανοικτός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανοικτός (anoiktósm (feminine ανοικτή, neuter ανοικτό)

  1. Alternative form of ανοιχτός (anoichtós)

Declension

[edit]
Declension of ανοικτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανοικτός (anoiktós) ανοικτή (anoiktí) ανοικτό (anoiktó) ανοικτοί (anoiktoí) ανοικτές (anoiktés) ανοικτά (anoiktá)
genitive ανοικτού (anoiktoú) ανοικτής (anoiktís) ανοικτού (anoiktoú) ανοικτών (anoiktón) ανοικτών (anoiktón) ανοικτών (anoiktón)
accusative ανοικτό (anoiktó) ανοικτή (anoiktí) ανοικτό (anoiktó) ανοικτούς (anoiktoús) ανοικτές (anoiktés) ανοικτά (anoiktá)
vocative ανοικτέ (anoikté) ανοικτή (anoiktí) ανοικτό (anoiktó) ανοικτοί (anoiktoí) ανοικτές (anoiktés) ανοικτά (anoiktá)

Derivations:
Comparative: πιο positive forms (e.g. πιο ανοικτός, etc.)
Relative superlative: definite article πιο positive forms (e.g. ο πιο ανοικτός, etc.)