Jump to content

ανδριαντοποιία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Noun

[edit]

ανδριαντοποιία (andriantopoiíaf (plural ανδριαντοποιίες)

  1. statuary, sculpture

Declension

[edit]
singular plural
nominative ανδριαντοποιία (andriantopoiía) ανδριαντοποιίες (andriantopoiíes)
genitive ανδριαντοποιίας (andriantopoiías) -
accusative ανδριαντοποιία (andriantopoiía) ανδριαντοποιίες (andriantopoiíes)
vocative ανδριαντοποιία (andriantopoiía) ανδριαντοποιίες (andriantopoiíes)
[edit]

Further reading

[edit]