Jump to content

ανδραποδισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανδραποδισμός (andrapodismósm (plural ανδραποδισμοί)

  1. enslavement, bondage

Declension

[edit]
Declension of ανδραποδισμός
singular plural
nominative ανδραποδισμός (andrapodismós) ανδραποδισμοί (andrapodismoí)
genitive ανδραποδισμού (andrapodismoú) ανδραποδισμών (andrapodismón)
accusative ανδραποδισμό (andrapodismó) ανδραποδισμούς (andrapodismoús)
vocative ανδραποδισμέ (andrapodismé) ανδραποδισμοί (andrapodismoí)
[edit]