Jump to content

αμέριστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek ἀμέριστος (améristos).[1] By surface analysis, α- (a-)μερίζω (merízo)-τος (-tos).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aˈme.ɾi.stos/
  • Hyphenation: α‧μέ‧ρι‧στος

Adjective

[edit]

αμέριστος (améristosm (feminine αμέριστη, neuter αμέριστο)

  1. undivided
  2. undivisible
  3. complete, whole

Declension

[edit]
Declension of αμέριστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμέριστος (améristos) αμέριστη (améristi) αμέριστο (améristo) αμέριστοι (améristoi) αμέριστες (améristes) αμέριστα (amérista)
genitive αμέριστου (améristou) αμέριστης (améristis) αμέριστου (améristou) αμέριστων (amériston) αμέριστων (amériston) αμέριστων (amériston)
accusative αμέριστο (améristo) αμέριστη (améristi) αμέριστο (améristo) αμέριστους (améristous) αμέριστες (améristes) αμέριστα (amérista)
vocative αμέριστε (amériste) αμέριστη (améristi) αμέριστο (améristo) αμέριστοι (améristoi) αμέριστες (améristes) αμέριστα (amérista)

Synonyms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ αμέριστος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
  • αμέριστος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
  • αμέριστοςKriaras, Emmanuel (1969-) Επιτομή του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (Epitomí tou Lexikoú tis Mesaionikís Ellinikís Dimódous Grammateías) [Concise Dictionary of the Kriaras' Dictionary of Medieval Vulgar Greek Literature (1100–1669) Vols. 1–14. Vols 15- under I. Kazazes.)] (in Greek), Thessaloniki: Centre for the Greek language Online edition (abbreviations) Printed edition 2022: 22 vols.)