Jump to content

αμάζευτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From α- (a-, un-)μαζεύω (mazévo, to gather).

Adjective

[edit]

αμάζευτος (amázeftosm (feminine αμάζευτη, neuter αμάζευτο)

  1. unpicked, unharvested (crops)
    Synonym: ασυγκόμιστος (asygkómistos)
  2. untidy (room, house)
  3. uncollected (debts)
  4. ungathered

Declension

[edit]
Declension of αμάζευτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμάζευτος (amázeftos) αμάζευτη (amázefti) αμάζευτο (amázefto) αμάζευτοι (amázeftoi) αμάζευτες (amázeftes) αμάζευτα (amázefta)
genitive αμάζευτου (amázeftou) αμάζευτης (amázeftis) αμάζευτου (amázeftou) αμάζευτων (amázefton) αμάζευτων (amázefton) αμάζευτων (amázefton)
accusative αμάζευτο (amázefto) αμάζευτη (amázefti) αμάζευτο (amázefto) αμάζευτους (amázeftous) αμάζευτες (amázeftes) αμάζευτα (amázefta)
vocative αμάζευτε (amázefte) αμάζευτη (amázefti) αμάζευτο (amázefto) αμάζευτοι (amázeftoi) αμάζευτες (amázeftes) αμάζευτα (amázefta)