Jump to content

αβούλωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From α- (a-, not)βουλώνω (voulóno, to caulk).

Adjective

[edit]

αβούλωτος (avoúlotosm (feminine αβούλωτη, neuter αβούλωτο)

  1. not plugged, unstopped, unplugged
  2. unblocked, unclogged
  3. uncorked (bottle)
  4. (nautical) uncaulked

Declension

[edit]
Declension of αβούλωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αβούλωτος (avoúlotos) αβούλωτη (avoúloti) αβούλωτο (avoúloto) αβούλωτοι (avoúlotoi) αβούλωτες (avoúlotes) αβούλωτα (avoúlota)
genitive αβούλωτου (avoúlotou) αβούλωτης (avoúlotis) αβούλωτου (avoúlotou) αβούλωτων (avoúloton) αβούλωτων (avoúloton) αβούλωτων (avoúloton)
accusative αβούλωτο (avoúloto) αβούλωτη (avoúloti) αβούλωτο (avoúloto) αβούλωτους (avoúlotous) αβούλωτες (avoúlotes) αβούλωτα (avoúlota)
vocative αβούλωτε (avoúlote) αβούλωτη (avoúloti) αβούλωτο (avoúloto) αβούλωτοι (avoúlotoi) αβούλωτες (avoúlotes) αβούλωτα (avoúlota)
[edit]

See also

[edit]