Jump to content

αβολιδοσκόπητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From α- (a-, un-)βολιδοσκοπώ (volidoskopó, to plumb, to measure the depth of).

Adjective

[edit]

αβολιδοσκόπητος (avolidoskópitosm (feminine αβολιδοσκόπητη, neuter αβολιδοσκόπητο)

  1. (nautical) unplumbed, unfathomed, unsounded (of sea of unmeasured depth)
  2. (figuratively) not sounded out (of someone whose opinion hasn't be sought)

Declension

[edit]
Declension of αβολιδοσκόπητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αβολιδοσκόπητος (avolidoskópitos) αβολιδοσκόπητη (avolidoskópiti) αβολιδοσκόπητο (avolidoskópito) αβολιδοσκόπητοι (avolidoskópitoi) αβολιδοσκόπητες (avolidoskópites) αβολιδοσκόπητα (avolidoskópita)
genitive αβολιδοσκόπητου (avolidoskópitou) αβολιδοσκόπητης (avolidoskópitis) αβολιδοσκόπητου (avolidoskópitou) αβολιδοσκόπητων (avolidoskópiton) αβολιδοσκόπητων (avolidoskópiton) αβολιδοσκόπητων (avolidoskópiton)
accusative αβολιδοσκόπητο (avolidoskópito) αβολιδοσκόπητη (avolidoskópiti) αβολιδοσκόπητο (avolidoskópito) αβολιδοσκόπητους (avolidoskópitous) αβολιδοσκόπητες (avolidoskópites) αβολιδοσκόπητα (avolidoskópita)
vocative αβολιδοσκόπητε (avolidoskópite) αβολιδοσκόπητη (avolidoskópiti) αβολιδοσκόπητο (avolidoskópito) αβολιδοσκόπητοι (avolidoskópitoi) αβολιδοσκόπητες (avolidoskópites) αβολιδοσκόπητα (avolidoskópita)