άταφος
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἄταφος
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek ἄταφος (átaphos).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]άταφος • (átafos) m (feminine άταφη, neuter άταφο)
- unburied
- Synonyms: άθαφτος (áthaftos), ανενταφίαστος (anentafíastos)
Declension
[edit]Declension of άταφος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άταφος • | άταφη • | άταφο • | άταφοι • | άταφες • | άταφα • |
genitive | άταφου • | άταφης • | άταφου • | άταφων • | άταφων • | άταφων • |
accusative | άταφο • | άταφη • | άταφο • | άταφους • | άταφες • | άταφα • |
vocative | άταφε • | άταφη • | άταφο • | άταφοι • | άταφες • | άταφα • |
Related terms
[edit]- θάβω (thávo)
- and see: τάφος m (táfos, “grave”)
Further reading
[edit]- άταφος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary, Centre for the Greek language
- άταφος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language