συμπληρωμένος

Greek

edit

Etymology

edit

Perfect participle of συμπληρώνομαι (symplirónomai), passive voice of συμπληρώνω (sympliróno).

Pronunciation

edit
  • IPA(key): /sim.bli.ɾoˈme.nos/
  • Hyphenation: συ‧μπλη‧ρω‧μέ‧νος

Participle

edit

συμπληρωμένος (sympliroménosm (feminine συμπληρωμένη, neuter συμπληρωμένο)

  1. perfect passive participle of συμπληρώνω (sympliróno)

Declension

edit
Declension of συμπληρωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συμπληρωμένος (sympliroménos) συμπληρωμένη (sympliroméni) συμπληρωμένο (sympliroméno) συμπληρωμένοι (sympliroménoi) συμπληρωμένες (sympliroménes) συμπληρωμένα (sympliroména)
genitive συμπληρωμένου (sympliroménou) συμπληρωμένης (sympliroménis) συμπληρωμένου (sympliroménou) συμπληρωμένων (sympliroménon) συμπληρωμένων (sympliroménon) συμπληρωμένων (sympliroménon)
accusative συμπληρωμένο (sympliroméno) συμπληρωμένη (sympliroméni) συμπληρωμένο (sympliroméno) συμπληρωμένους (sympliroménous) συμπληρωμένες (sympliroménes) συμπληρωμένα (sympliroména)
vocative συμπληρωμένε (sympliroméne) συμπληρωμένη (sympliroméni) συμπληρωμένο (sympliroméno) συμπληρωμένοι (sympliroménoi) συμπληρωμένες (sympliroménes) συμπληρωμένα (sympliroména)