προφυλαχτικό
Greek
editNoun
editπροφυλαχτικό • (profylachtikó) n (plural προφυλαχτικά)
- Alternative form of προφυλακτικό (profylaktikó)
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | προφυλαχτικό (profylachtikó) | προφυλαχτικά (profylachtiká) |
genitive | προφυλαχτικού (profylachtikoú) | προφυλαχτικών (profylachtikón) |
accusative | προφυλαχτικό (profylachtikó) | προφυλαχτικά (profylachtiká) |
vocative | προφυλαχτικό (profylachtikó) | προφυλαχτικά (profylachtiká) |