πλυντήριο πιάτων
Greek
editNoun
editπλυντήριο πιάτων • (plyntírio piáton) n (plural πλυντήρια πιάτων)
See also
edit- πλυντήριο ρούχων n (plyntírio roúchon, “washing machine”)
Further reading
edit- πλυντήριο πιάτων on the Greek Wikipedia.Wikipedia el