ξεφορτώνω
Greek
editEtymology
editInherited from Byzantine Greek ξεφορτώνω (xephortṓnō), from εξεφορτώνω (exephortṓnō), from εκφορτ(ώ) (ekphort(ṓ)) -ώνω (-ṓnō).[1][2] By surface analysis, ξε- (xe-) φορτώνω (fortóno).
Pronunciation
editVerb
editξεφορτώνω • (xefortóno) (past ξεφόρτωσα, passive ξεφορτώνομαι, p‑past ξεφορτώθηκα, ppp ξεφορτωμένος)
- (transitive) to unload, to discharge (to remove the load from)
- (transitive) to unburden (:person or animal)
- (passive voice, figuratively) to get rid of, to rid oneself of
Conjugation
editξεφορτώνω ξεφορτώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ξεφορτώνω | ξεφορτώσω | ξεφορτώνομαι | ξεφορτωθώ |
2 sg | ξεφορτώνεις | ξεφορτώσεις | ξεφορτώνεσαι | ξεφορτωθείς |
3 sg | ξεφορτώνει | ξεφορτώσει | ξεφορτώνεται | ξεφορτωθεί |
1 pl | ξεφορτώνουμε, [‑ομε] | ξεφορτώσουμε, [‑ομε] | ξεφορτωνόμαστε | ξεφορτωθούμε |
2 pl | ξεφορτώνετε | ξεφορτώσετε | ξεφορτώνεστε, ξεφορτωνόσαστε | ξεφορτωθείτε |
3 pl | ξεφορτώνουν(ε) | ξεφορτώσουν(ε) | ξεφορτώνονται | ξεφορτωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ξεφόρτωνα | ξεφόρτωσα | ξεφορτωνόμουν(α) | ξεφορτώθηκα |
2 sg | ξεφόρτωνες | ξεφόρτωσες | ξεφορτωνόσουν(α) | ξεφορτώθηκες |
3 sg | ξεφόρτωνε | ξεφόρτωσε | ξεφορτωνόταν(ε) | ξεφορτώθηκε |
1 pl | ξεφορτώναμε | ξεφορτώσαμε | ξεφορτωνόμασταν, (‑όμαστε) | ξεφορτωθήκαμε |
2 pl | ξεφορτώνατε | ξεφορτώσατε | ξεφορτωνόσασταν, (‑όσαστε) | ξεφορτωθήκατε |
3 pl | ξεφόρτωναν, ξεφορτώναν(ε) | ξεφόρτωσαν, ξεφορτώσαν(ε) | ξεφορτώνονταν, (ξεφορτωνόντουσαν) | ξεφορτώθηκαν, ξεφορτωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ξεφορτώνω ➤ | θα ξεφορτώσω ➤ | θα ξεφορτώνομαι ➤ | θα ξεφορτωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ξεφορτώνεις, … | θα ξεφορτώσεις, … | θα ξεφορτώνεσαι, … | θα ξεφορτωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ξεφορτώσει έχω, έχεις, … ξεφορτωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ξεφορτωθεί είμαι, είσαι, … ξεφορτωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ξεφορτώσει είχα, είχες, … ξεφορτωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ξεφορτωθεί ήμουν, ήσουν, … ξεφορτωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ξεφορτώσει θα έχω, θα έχεις, … ξεφορτωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ξεφορτωθεί θα είμαι, θα είσαι, … ξεφορτωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ξεφόρτωνε | ξεφόρτωσε | — | ξεφορτώσου |
2 pl | ξεφορτώνετε | ξεφορτώστε | ξεφορτώνεστε | ξεφορτωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ξεφορτώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ξεφορτώσει ➤ | ξεφορτωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ξεφορτώσει | ξεφορτωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
edit- ξεφόρτωμα n (xefórtoma)
References
edit- ^ ξεφορτώνω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- ^ ξεφορτώνω - Kriaras, Emmanuel (1969-) Επιτομή του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (Epitomí tou Lexikoú tis Mesaionikís Ellinikís Dimódous Grammateías) [Concise Dictionary of the Kriaras' Dictionary of Medieval Vulgar Greek Literature (1100–1669) Vols. 1–14. Vols 15- under I. Kazazes.)] (in Greek), Thessaloniki: Centre for the Greek language Online edition (abbreviations) Printed edition 2022: 22 vols.)