κατουρλιό
Greek
editAlternative forms
edit- κατρουλιό (katroulió)
Etymology
editκατουρλής (katourlís) -ιό (-ió).
Pronunciation
editNoun
editκατουρλιό • (katourlió) n (plural κατουρλιά)
- (colloquial, usually in the plural) pee, piss (urine)
- Έλα εδώ σε παρακαλώ και σφουγγάρισε αυτά τα κατουρλιά που άφησε το σκυλί σου!
- Éla edó se parakaló kai sfoungárise aftá ta katourliá pou áfise to skylí sou!
- Come over here please and mop up the piss your dog left!
- (colloquial, by extension) urge to pee, urge to piss
- Τον έπιασε κατουρλιό από τις πολλές μπίρες.
- Ton épiase katourlió apó tis pollés bíres.
- He got the urge to pee from the many beers he had.
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατουρλιό (katourlió) | κατουρλιά (katourliá) |
genitive | κατουρλιού (katourlioú) | κατουρλιών (katourlión) |
accusative | κατουρλιό (katourlió) | κατουρλιά (katourliá) |
vocative | κατουρλιό (katourlió) | κατουρλιά (katourliá) |