εσωτερικό
Greek
editNoun
editεσωτερικό • (esoterikó) n (plural εσωτερικά)
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | εσωτερικό (esoterikó) | εσωτερικά (esoteriká) |
genitive | εσωτερικού (esoterikoú) | εσωτερικών (esoterikón) |
accusative | εσωτερικό (esoterikó) | εσωτερικά (esoteriká) |
vocative | εσωτερικό (esoterikó) | εσωτερικά (esoteriká) |
Adjective
editεσωτερικό • (esoterikó)
- Accusative masculine singular form of εσωτερικός (esoterikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of εσωτερικός (esoterikós).